Και τότε ο γέρο-Πρίαμος στους Τρώες λέει διο λόγια
« Τώρα, παιδιά μου, σύρτε πια για ξύλα, δίχως φόβο
» από καρτέρι των οχτρών. Τι πριν ο Αχιλέας

δε θα μας βλάψει —μούταξε σα μ' έστελνε απ' τα πλοία—          780
» πριν η δωδέκατη η αβγή γλυκοχαράξει πρώτα.»         
Είπε, κι' αφτοί στα κάρα τους τα βόδια και μουλάρια
ζέβουν, και χέρι χέρι ομπρός μαζέβουνται στη χώρα.
Μέρες εννιά σωρούς σωρούς τα ξύλα κουβαλούσαν·

μα πια σα βγήκε η δέκατη θνητοφωτίστρα αβγούλα,                        785
βγάζουν τον άτρομο Έχτορα με θρήνους, και στων ξύλων
παν και τον θέτουν την κορφή, κι' απέ φωτιά τους βάζουν.              

Και νά ! προβάλλει η χαραβγή απ' τα σκοτάδια πάλε,
και τότες γύρω στη φωτιά συνάζουνται όλοι οι Τρώες.

Κι' όλος σαν έφτασε ο λαός και στάθηκαν τριγύρω,                       790
πρώτα με κόκκινο κρασί σβύνουν τα ξύλα, ως πέρα
που πήγε η φλόγα, κ' ύστερα τ' αδέρφια κι' οι συντρόφοι
μαζέβουν τ' άσπρα κόκκαλα μοιρολογώντας όλοι,
κι' έτρεχαν δάκρια πύρινα στα μαγουλά τους κάτου.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν                         795
που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα·
τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου
χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

 

ΡΑΨΩΔΙΑ Ώ
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ