Και ότ’ έφθασαν κι εβρέθηκαν εις ένα τόπον όλοι,
τα τόμαρα και τ’ άρματα και τ’ ανδρειωμένα στήθη
τα χαλκοθόρηκτ’ έσμιξαν, κι οι ομφαλωτές ασπίδες
απ’ τα δυο μέρη εγγίζονταν και ο κόσμος εβροντούσε.
Κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος 450
ανδρών όπου εφονεύοντο κι η γη πλημμύριζ’ αίμα.
Και ως όταν δυο χείμαρροι, που από τα όρη ρέουν,
μέσ’ από κεφαλόβρυσα τ’ ακράτητα νερά τους
σμίγουν εις ένα σύρρακο στα βάθη του βαράθρου –
μακρόθε ακούει στα βουνά τον βρόντον ο ποιμένας – 455
όμοιος, κι εκείνοι ως έσμιξαν, αχός και αγώνας ήταν.
ΡΑΨΩΔΙΑ ΄Δ
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ
Και ότ’ έφθασαν κι εβρέθηκαν εις ένα τόπον όλοι,
τα τόμαρα και τ’ άρματα και τ’ ανδρειωμένα στήθη
τα χαλκοθόρηκτ’ έσμιξαν, κι οι ομφαλωτές ασπίδες
απ’ τα δυο μέρη εγγίζονταν και ο κόσμος εβροντούσε.
Κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος
ανδρών όπου εφονεύοντο κι η γη πλημμύριζ’ αίμα.
Και ως όταν δυο χείμαρροι, που από τα όρη ρέουν,
μέσ’ από κεφαλόβρυσα τ’ ακράτητα νερά τους
σμίγουν εις ένα σύρρακο στα βάθη του βαράθρου –
μακρόθε ακούει στα βουνά τον βρόντον ο ποιμένας –
όμοιος, κι εκείνοι ως έσμιξαν, αχός και αγώνας ήταν.