Πέρασε σήμερα ο πατέρας μου με μαύρα χέρια. Δούλευε κάπου εκεί κοντά.
Του ‘δωσα δανεικά και αν είχα κι άλλα θα του τα έδινα και αυτά.
Τι είναι εκείνο που τον κάνει να συνεχίζει;
Είχα να τον δω δυο εβδομάδες και μάθαινα νέα του από τη μάνα μου.
«Τι κάνεις; Είσαι καλά; Πώς πας με τη δουλειά;»
«Καλά, εσύ πες μου».
«Εγώ ταλαιπωριέμαι σαν τον Χριστό».
Ήταν τόσο κουρασμένος, σχεδόν έγειρε στον καναπέ να κοιμηθεί.
Δεν τον άφησα, του έφτιαξα καφέ να τα πει.
Τι είναι εκείνο που τον κρατάει να συνεχίζει;
Δεν θα το μάθω ποτέ.