Πώς η φωτιά μανιάζει σύφλογη μες στα βαθιά φαράγγια                     490
κάποιου βουνού ξερού, και καίγεται το σύμπυκνο ρουμάνι,
κι ολούθε η ανεμική, φυσώντας τη, κλωθογυρνάει τη φλόγα'
παρόμοια κι ο Αχιλλέας συνάρματος, ίδια θεός, εχίμα,
πατώντας τα κουφάρια, κι έπλεχεν η μαύρη γης στο γαίμα.  

Πώς ζεύει ο αλωνιστής τους ταύρους του τους φαρδιοκουτελάτους,      495
άσπρο κριθάρι για να τρίψουνε στο πατημένο αλώνι,
κι έγινε ευτύς απ᾿ των βαριόμουγκρων βοδιών τα πόδια λιώμα'
όμοια και τ᾿ άτια τα μονόνυχα του αντρόκαρδου Αχιλλέα
σκουτάρια και νεκρούς ανάκατα πατούσαν, κι από κάτω 

το αξόνι ακέριο αιματοβάφουνταν και του αμαξιού του οι γύροι             500
από τις στάλες που ξεπέταγαν τα νύχια των αλόγων
κι οι ρόδες έξω᾿ όμως αδιάκοπα κι άλλη ο Αχιλλέας διψούσε
δόξα τρανή, κι ο λύθρος μόλευε τ᾿ ανίκητα του χέρια.

 

ΡΑΨΩΔΙΑ Υ’
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ