12 και είπεν ο Αδάμ η γυνή, ην έδωκας μετ’ εμού,
αυτή μοι έδωκεν από του ξύλου, και έφαγον.

13 και είπε Κύριος ο Θεός τη γυναικί τι τούτο εποίησας;
και είπεν η γυνή ο όφις ηπάτησέ με, και έφαγον.

14 και είπε Κύριος ο Θεός τω όφει ότι εποίησας τούτο,
επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών και από πάντων των θηρίων των επί της γης
επί τω στήθει σου και τη κοιλίᾳ πορεύσῃ και γην φαγή πάσας τας ημέρας της ζωής σου.

15 και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός
και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής
αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν.

16 και τη γυναικί είπε:
πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου,
εν λύπαις τέξῃ τέκνα, και πρός τον άνδρα σου η αποστροφή σου,
και αυτός σου κυριεύσει.

 

Γένεσις / Κεφάλαιο 3
Παλαιά Διαθήκη